- σχολάς
- σχολά̱ς , σχολήleisurefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχολᾶς — σχολᾶ̱ς , σχολάζω to have leisure fut ind act 2nd sg (doric) σχολή leisure fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Мамукас, Андреас — Андреас Мамукас Ανδρέας Ζ. Μάμουκας Псевдонимы: (п … Википедия
συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Μάμουκας, Ανδρέας — (Χίος 1801 – Αθήνα 1884). Λόγιος. Καταγόταν από τη Γένοβα. Φοίτησε στη Σχολή της Χίου με δασκάλους τον Νεόφυτο Βάμβα και τον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο και κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Το 1821 επέστρεψε στη Χίο,… … Dictionary of Greek